παρδαλαγωγός

παρδαλαγωγός
ὁ, Μ
αυτός που συντηρεί και εκπαιδεύει λεοπαρδάλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + ἀγωγός (πρβλ. κυν-αγωγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”